προκαταπονώ

προκαταπονώ
-έω, Α
1. κάνω κάποιον να κουραστεί εκ τών προτέρων («καταπονεῑν τὸ σωμάτιον», Αγαθιν.)
2. ταλαιπωρώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταπονῶ «καταβάλλω, κουράζω, εξαντλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”